- ἐμφιλόνεικος
- ἐμφῐλό-νεικος, ον,A = φιλόνεικος, λόγοι Sch. E.Med.637. Adv. -κως Sch.E.Andr.289.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφιλόνεικος — ἐμφιλόνεικος, ον (AM) αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός. επίρρ... ἐμφιλονείκως με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά … Dictionary of Greek
ἐμφιλονείκως — ἐμφιλόνεικος adverbial ἐμφιλόνεικος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφιλόνεικον — ἐμφιλόνεικος masc/fem acc sg ἐμφιλόνεικος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφιλονείκους — ἐμφιλόνεικος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφιλόνεικοι — ἐμφιλόνεικος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)